Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

exclusive OR circuit


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο exclusive παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: OR | circuit

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
exclusive adj (entry is restricted) (καθομιλουμένη)πριβέ επίθ άκλ
  κλειστός επίθ
 The exclusive club is only open to graduates of Oxford University.
exclusive adj (snob appeal) (καθομιλουμένη)κυριλέ επίθ άκλ
  πολυτελής, χλιδάτος επίθ
 Agnes buys all her clothes from exclusive boutiques.
exclusive adj (excluding others)αποκλειστικός επίθ
 The two countries signed an exclusive trade deal.
exclusive n (interview, news)αποκλειστικό επίθ ως ουσ ουδ
  (συνέντευξη, ρεπορτάζ)αποκλειστικός επίθ
 The journalist's exclusive helped to sell a lot of papers.
exclusive of [sth] adj + prep (omitting)χωρίς επίρ
  που δεν συμπεριλαμβάνει, που δεν περιλαμβάνει περίφρ
 This price is exclusive of taxes.
 Αυτή η τιμή είναι χωρίς φόρους.
 Αυτή η τιμή δεν περιλαμβάνει τους φόρους.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
exclusive adj (full, complete)πλήρης επίθ
  ολόκληρος επίθ
 Helen gave Rose her exclusive attention.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
exclusive interview n (restricted to one media source)αποκλειστική συνέντευξη επίθ + ουσ θηλ
 The actor gave an exclusive interview to the Guardian.
exclusive right to sell n (business: sole agent)αποκλειστικό δικαίωμα πώλησης φρ ως ουσ ουδ
exclusive rights npl (sole powers or ownership)αποκλειστικό δικαιώμα ουσ ουδ
  αποκλειστικά δικαιώματα ουσ ουδ πλ
in an exclusive way adv (showing elitism)εκλεκτικά, κλειστά επίρ
mutually exclusive,
mutually-exclusive
adj
(that cannot coexist)αλληλοαποκλειόμενος μτχ ενεστ
  αμοιβαίως αποκλειόμενοι φρ ως επίθ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun
nonexclusive,
non-exclusive
adj
(inclusive, unrestricted)μη αποκλειστικος
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση exclusive OR circuit στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «exclusive OR circuit».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!